- ἀντιτιθέμενος
- ἀντιτίθημιset againstpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίθετος — η, ο (Α ἀντίθετος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο 2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη 3. ο αντίπαλος 4. φρ … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek
Λακάτος, Ίμρε — (Imre Lakatos, Ντεμπρέσεν 1922 – Λονδίνο 1974). Ούγγρος φιλόσοφος των μαθηματικών και της επιστήμης, εβραϊκής καταγωγής. Μετά τις σπουδές του πραγματοποίησε έρευνα υπό την επίβλεψη του μαρξιστή και εγελιανού στοχαστή Γκεόργκι Λούκατς. Το 1948… … Dictionary of Greek
Μπρινσβίκ, Λεόν — (Leon Brunschvicg, Παρίσι 1869 – Εξ Λε Μπεν 1944). Γάλλος φιλόσοφος, ιδρυτής του περιοδικού Revue de Metaphysique et de morale. Οδηγούμενος από τον κριτικό ιδεαλισμό του, θεωρεί τη φιλοσοφία ως τη γνώση των γνώσεων και υποστηρίζει, αντιτιθέμενος… … Dictionary of Greek
Πρίστλεϊ, Τζόζεφ — (Priestley, Φίλντχεντ [Λιντς] 1733 – Νορθάμπερλαντ [Πενσυλβανία ΗΠΑ] 1804). Άγγλος φιλόσοφος και χημικός. Ορφανός από μητέρα σε ηλικία 7 ετών, πέρασε δύσκολα χρόνια και ανατράφηκε από μία θεία του σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες των… … Dictionary of Greek
αντιπυρηνικός — ή, ό ο αντιτιθέμενος στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας γενικά, καθώς και στη χρήση των πυρηνικών όπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)